- χορδοτομία
- η, Νιατρ. εγχειρητική διατομή δεματίου τού νωτιαίου μυελού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chordotomy < χορδή + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek